μπαϊραχτάρης
Смотреть что такое "μπαϊραχτάρης" в других словарях:
μπαϊρακτάρης — και μπαϊραχτάρης, ο 1. αυτός που κρατά το μπαϊράκι, σημαιοφόρος 2. (κατ επέκτ.) (στους Αλβανούς) αρχηγός φυλής, φύλαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayraktar] … Dictionary of Greek